Ο Πλωμαρίτης θεατράνθρωπός μας Αλέκος Γαλανός

alekos-galanosΜοιάζει θαρρείς με παραμύθι. Όπως όλες σχεδόν οι ιστορίες οι τραβηγμένες απ’ τη Μικρασιατική Καταστροφή και το διωγμό. Θα σας τα δώσω όπως μου τα εμπιστεύτηκε ο δικός μας θεατράνθρωπος που η τύχη με ευνόησε να τον γνωρίσω, να ζήσω, να δουλέψω και να μαθητέψω κοντά του, όταν μετά από πανελλήνιο διαγωνισμό κλήθηκα να επανδρώσω το γραφείο ραδιοφώνου. Μόλις τον συνάντησα στην Αθήνα, εντελώς άγνωστοι αφού βλεπόμασταν για πρώτη φορά, με αγκάλιασε, μου έδωσε κουράγιο, με έκανε να ξεφοβηθώ τη ζωή, μου φύτεψε φτερά να πετάξω και καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά μου είπε σιγανά: Θα τα πάμε καλά. Είμαστε και πατριωτάκια.

Άπειρος, φοβισμένο επαρχιωτάκι όπως ήμουνα, σχεδόν έτρεμα μπροστά στην αίγλη και την ακτινοβολία που εξέπεμπε. Αυτός μέτρησε τις δυνάμεις μου, έριξε το σπόρο, βλάστησε μέσα μου, αγάπησα, έμαθα με την ανεπανάληπτη πειθώ του την τέχνη, με πέταξε μετά στα βαθιά, και με έκανε να πιστέψω πως ήξερα να κολυμπώ. Μαζί στην αρχή, μόνος μου αργότερα,κάναμε τις εκπομπές στο ραδιόφωνο που μεταδίδονταν από την ΕΙΡ και ΥΕΝΕΔ (μετέπειτα ΕΡΤ) σε εθνικό δίκτυο. Φιλιωθήκαμε, γινήκαμε μια οικογένεια. Μέρες πολλές, χρόνους εννιά, μετρούσα τις ανασαμιές του στο ίδιο γραφείο του κεντρικού Υπουργείου Γεωργίας. Ένα απομεσήμερο, καθισμένοι έξω από το στούντιο να ξαποστάσουμε και να ανοίξει η φωνή μας για να συνεχίσουμε τη ζωντανή μετάδοση, χωρίς καμιά αιτία, με άρπαξε από τους ώμους και φώναξε. Δε μπορούσανε να αντέξουν άλλο το τριπλό χτύπημα του Χάρου οι γονείς μου. Είχανε σπίτι στο Πλωμάρι, το πούλησαν. Κι υστερνά, έχασα και την αδελφούλα μου… κατάπιε μια δυο, σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του μάτια και ζυγωματικά και μου εξιστόρησε τούτα. Ήτανε που λες ο πατέρας μου, Κώστα τον λέγανε, γεροδεμένος, άφοβος και γεννημένος στη Σμύρνη από γονείς εύπορους. Έμπορος ο πατέρας του, αλλά ο ίδιος διάλεξε να γίνει υποδηματοποιός. Δούλεψε πέντε χρόνια κοντά σε ένα Τούρκο δερματέμπορο, έμαθε την τέχνη, κι επειδή τον αγαπούσε ο αφεντικός του, του έβαλε “σιρμαγιά”, να τον κάνει, ήθελε, συνέταιρο. Να εμπορεύονται δέρματα και να τα στέλνουν σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, μπορεί και στη Βενετία. Γι’ αυτό κι όταν έγινε ο πρώτος διωγμός, δεν ακολούθησε τους γονείς του, που τους διώξανε το δεκάξι για την Ελλάδα. Σίγουρος ήταν, ασφάλεια και μεροκάματο είχε, έμεινε κοντά στον Τούρκο να δουλέψει.

Μη νοιάζεστε για μένα, είπε στο πατέρα του σαν έφευγε, μα θα μαζώξω κάμποσα λεφτά και θα έρθω στο Πλωμάρι να σας βρω…. Μου είπε ακόμα πως όταν περάσανε τέσσερα χρόνια, κι αρχίσανε να ξεσηκώνονται οι μπολσεβίκοι, μαθεύτηκε πως σύντομα θα φεύγανε όλοι οι Έλληνες απ’ τη Τουρκία κι οι Τούρκοι απ’ την Ελλάδα. Εκτός αυτού, είχε καιρό να πάρει γράμμα απ’ τους γονείς του ο Κώστας, ανησυχούσε, κι έτσι αποφάσισε να φύγει για το νησί, να τους βρει, να στρώσει εκεί δική του δουλειά. Όταν έφτασε ταλαιπωρημένος στο Κανταρλί κι ανέβηκε στο καΐκι, πριν ξεκινήσει, είδε στη στεριά μια κοπελίτσα να κρατάει με το χέρι ένα άρρωστο αγόρι. Ήταν η Ασημίνα κι ο μικρός Αλέξης, το άτυχο μικρό αδερφάκι της που πασκίζανε να σιμώσουν λίγο το πλεούμενο. Να πάνε κι αυτοί στη Μυτιλήνη θέλανε. Όμως οι Τούρκοι την εμπόδιζαν κι είχανε κακές διαθέσεις. Τελικά, με κίνδυνο της ζωής του, την έσωσε ο Κώστας και την πήρε μαζί του ως το Πλωμάρι. Το παιδί όμως χειροτέρεψε, γιατροί και φάρμακα δυσεύρετα, έμελλε να το θάψουνε εκεί. Δίπλα σε έναν άλλο, διπλό τάφο, που μέσα ήταν οι γονείς του Κώστα. Είχε αρπάξει φωτιά, μάθανε, το σπίτι τους, βράδυ ήταν, τους βρήκανε το πρωί καρβουνιασμένους. Και οι γειτόνοι δεν ξέρανε πού να ειδοποιήσουν το γιο τους. Σε τούτη την ιερή στάχτη απάνω, το παλικάρι αποφάσισε να κάνει το δικό του μικρό σπιτάκι. Σαν το τέλειωσε, ο Κώστας με την Ασημίνα κάνανε το σταυρό τους, δώσανε όρκο, ανταμώσανε τις τύχες τους, τα χνώτα τους, τις καρδιές τους, και με περίσσευμα αγάπης πήγανε στον Άγιο Ισίδωρο και παντρευτήκανε.

Όμως δεν μπορούσανε να μείνουν για πολύ δίπλα στα τρία μνήματα στο Πλωμάρι. Πουλήσανε το σπίτι και νωρίς την Άνοιξη του 1922 μετακόμισαν στην πόλη της Μυτιλήνης, σε ένα μικρό διώροφο που αγόρασαν σε μια όμορφη γειτονιά, το Βουναράκι. Και τη πρωτομαγιά του ίδιου χρόνου η Ασημίνα έφερε στον κόσμο ένα χαριτωμένο αγοράκι, που το βαφτίσανε στο σπίτι τους και του δώσανε το όνομα Αλέκος. Αυτός ήταν το πρωτοπαίδι τους, ο Αλέκος Γαλανός.

kostas-asiminaΟ σπουδαίος θεατράνθρωπος ο οποίος σπούδασε γεωπόνος για χατίρι της μητέρας του που υπεραγαπούσε, και θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση και ραδιόφωνο γιατί τον έτρωγε ο μεγάλος του έρωτας για το λειτούργημα του Θέσπη. Στην Ελληνική Πολιτεία (που τον αγνόησε στα τελευταία του χρόνια), έχει προσφέρει πάρα πολλά. Ως γεωπόνος ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε τη μαζική εκπαίδευση του αγροτικού πληθυσμού και κατάφερε να φέρει τον πολιτισμό, το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο κι αργότερα την τηλεόραση στο χωράφι και το σπίτι του Έλληνα αγρότη.

Το μεγάλο του ταλέντο όμως ήταν του θεατρικού συγγραφέα κι έγραψε πολλά έργα που ανεβάστηκαν σε κεντρικές αίθουσες Ελλάδα κι εξωτερικό. Γνωστός όμως έγινε κυρίως από το κλασικό έργο του τα “Κόκκινα Φανάρια” που παίζονταν το 1962-63 δυο χρόνια συνέχεια στην Αθήνα, επαρχία, Κύπρο, Λονδίνο και Τουρκία με καταπληκτικές κριτικές κι εμπορική επιτυχία. Το ίδιο έργο το μετέτρεψε σε σενάριο και με σκηνοθέτη το Βασίλη Γεωργιάδη γυρίστηκε ταινία που πήγε μέχρι Όσκαρ καλλίτερης ξενόγλωσσης ταινίας, παίρνοντας την δεύτερη θέση με πολύ μικρή διαφορά από τη θρυλική ταινία “Οκτώμισι” του Φεντερίκου Φελίνι. Πρόκειται για ένα έργο διαχρονικό που εξακολουθεί να βρίσκεται στην επικαιρότητα.

Το 2008, λίγο μετά το θάνατό του, όταν ανέβηκαν τα “Κόκκινα Φανάρια” στο θέατρο “Ένα” της Κύπρου, στο πρόγραμμα των παραστάσεων διαβάζουμε πως ο Αλέκος Γαλανός κατάγεται από το Πλωμάρι Λέσβου. Aυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος που βρισκόμαστε τώρα αντικριστά και μιλάμε. Κι ας περιμένουμε τη βιογραφία του ηθοποιού, σκηνοθέτη, δασκάλου, προϊσταμένου και φίλου μου που με πολύ αγώνα ολοκληρώθηκε και σύντομα θα κυκλοφορήσει, με εκδόσεις Αγίου Όρους.

Γιώργος Καμβυσέλλης – Περιοδικό Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι.